κάτευγμα

κάτευγμα
κάτευγμα
vows
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάτευγμα — κάτευγμα, τὸ (Α) [κατεύχομαι] (μόνο στον πληθ.) τὰ κατεύγματα α) οι ευχές, τα ταξίματα («καὶ πρὸς τὶ δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;», Αισχύλ.) β) οι αρές, οι κατάρες γ) αναθήματα, αφιερώματα, σύμβολα ικεσίας …   Dictionary of Greek

  • κατευγμάτων — κάτευγμα vows neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύγμασι — κάτευγμα vows neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύγμασιν — κάτευγμα vows neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύγματα — κάτευγμα vows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”